πεντασυλλάβως

πεντασυλλάβως
πεντα-συλλάβως [pron. full] [ᾰ], Adv.
A in five syllables, Id.ib.431.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντασύλλαβος — η, ο / πεντασύλλαβος, ον, ΝΑ (για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από πέντε συλλαβές νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεντασύλλαβος (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από πέντε συλλαβές και που, στη μορφή τού δακτυλικού ή ιαμβικού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”